- φερνά
- ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. φερνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερνά — φερνά̱ , φερνή that which is brought by the wife fem nom/voc/acc dual φερνά̱ , φερνή that which is brought by the wife fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερνάς — φερνά̱ς , φερνή that which is brought by the wife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek